μεταγωγή
English (LSJ)
ἡ,
A removal, transference, τῆς ὕλης Sor.2.42; τινὸς εἰς Αἴγυπτον Aristeas 23, J.AJ12.2.3. 2 change, transfer, εἰς τοὐναντίον Phld.Lib.p.11 O.; ἐκ . . εἰς . . D.H.Th.48; wheeling, manoeuvring, Ascl.,Tact.7.5 (pl.): Rhet., transposition, rearrangement, πραγμάτων μεταγωγαί D.H.Is.15.