Μιλήσιος
English (LSJ)
α, ον, Milesian, Hdt.1.17, etc.; Μιλήσιοι, οἱ,
A the Milesians, Id.5.28, etc.: prov., πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι M. Anacr.85; Μιλησίη (sc. χώρα), ἡ, Hdt.5.29:—also Μῑλησιακός, ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; -κά, τά, title of work by Aristides:—pecul. fem. Μῑλησίς, ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6.