μοιχάς
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. of μοιχός, Aeschin.Socr.20 D., Placit.1.7.10 (
A v.l. μοιχαλίδος), Vett.Val.104.11; μ. εὐνή Tz.H.4.349.
άδος, ἡ, fem. of μοιχός, Aeschin.Socr.20 D., Placit.1.7.10 (
A v.l. μοιχαλίδος), Vett.Val.104.11; μ. εὐνή Tz.H.4.349.