μόμφος
English (LSJ)
ὁ, = foreg., E.Fr.633, IG5(2).262.34 (Mantinea, v B. C.):— so μόμφις, dub. in Telecl.63 (cf. μέμφειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης, Phot.); cf. μόμψεις· δύσκλεια, Hsch.
ὁ, = foreg., E.Fr.633, IG5(2).262.34 (Mantinea, v B. C.):— so μόμφις, dub. in Telecl.63 (cf. μέμφειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης, Phot.); cf. μόμψεις· δύσκλεια, Hsch.