Θεσπρωτίς, -ίδος, ἡ, or ἡ Θεσπρωτὶς γῆ.
A Thesprotian: Θεσπρωτός, ὁ.
Thesprōtĭa, æ, f. (Θεσπρωτία) (et Thesprōtis, ĭdis, f. (Θεσπρωτίς), Avien. Phæn. 385 ), la Thresprotie ou Thesprotide [contrée de l’Épire] : Cic. Att. 6, 3, 2 ; Plin. 4, 4.