οἰδαίνω
English (LSJ)
A swell, φρένες οἰδαίνεσκον A.R.3.383 ; οἰδαίνουσα θάλασσα Arat.909 ; οἰδήναντος στομάχου Androm. ap. Gal.14.34, cf. Hsch. ; σῶμα . . ἐκ νηπιότητος εἰς ἥβην οἰδαῖνον Max.Tyr.16.5. II οἰδαίνεσθαι· θυμοῦσθαι, καὶ τὰ ὅμοια, Hsch.
A swell, φρένες οἰδαίνεσκον A.R.3.383 ; οἰδαίνουσα θάλασσα Arat.909 ; οἰδήναντος στομάχου Androm. ap. Gal.14.34, cf. Hsch. ; σῶμα . . ἐκ νηπιότητος εἰς ἥβην οἰδαῖνον Max.Tyr.16.5. II οἰδαίνεσθαι· θυμοῦσθαι, καὶ τὰ ὅμοια, Hsch.