ὁμόζυξ
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, = foreg.,
A ἵππος Pl.Phdr.256a ; ἡ ὁ. the female, An.Par.1.29 ; οἱ ὁμόζυγες their fellows, Protarch. ap. Arist.Ph.197b11 : metaph., Νικίας ὁμόζυξ Ἀλκιβιάδου Him.Or.5.13.
ῠγος, ὁ, ἡ, = foreg.,
A ἵππος Pl.Phdr.256a ; ἡ ὁ. the female, An.Par.1.29 ; οἱ ὁμόζυγες their fellows, Protarch. ap. Arist.Ph.197b11 : metaph., Νικίας ὁμόζυξ Ἀλκιβιάδου Him.Or.5.13.