ὀρεκτικός
English (LSJ)
ή, όν, (ὄρεξις)
A appetitive, Arist.de An.433b3, EE1233a38, al. ; τὸ ὀρεκτικόν the impulsive or conative faculty, Id.EN1102b30 ; οὐχ ἕτερον τὸ ὀ. καὶ φευκτικόν . . ἀλλήλων Id.de An.431a13, al. ; ὀ. νοῦς Id.EN1139b4. Adv. -κῶς Hsch.s.v. θουραίη; πρὸς τὸ ἀγαθὸν -κῶς κινεῖσθαι Arr.Epict.3.3.2. 2 exciting appetite, οἶνος Dsc.5.6.