ὀρέστερος
English (LSJ)
α, ον, poet. for ὀρεινός, epith. of a snake, Il.22.93 ; of wolves and lions, Od.10.212 ;
A ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ S.Ph.391 (lyr.); παρθένος E.Tr.551 (lyr.); ἀγρευτῆρες Opp.H.4.586. (Posit. Adj. formed from ὄρος (τό), opp. ἀγρότερος from ἀγρός.)