οὐλόμενος
English (LSJ)
η, ον, poet. (metri gr.) for ὀλόμενος, aor. part. of ὄλλυμαι, used as a term of abuse,
A accursed, i.e. one of or to whom the word ὄλοιτο (or ὄλοιο) may be used (opp. ὀνήμενος), Il.14.84; ἄλοχος Od.4.92; μῆνις Il.1.2; Ἄτη 19.92; φάρμακον Od.10.394; γαστήρ 15.344; Γῆρας Hes.Th.225, etc.; νοῦσος Pi.P.4.293; ἔριδες, ὕβρις, Thgn.390, 1174; Νεῖκος Emp.17.19: used by Trag. in lyr., στένω σετᾶς οὐ. τύχας A.Pr.399; πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν' αἰκίσματα νεκρῶν E. Ph.1529; also in trim. in unlengthd. form, ὀλόμενε παίδων, ποῖον εἴρηκας λόγον ; Trag.Adesp.2 (= S.Fr.185). II ruined, lost: hence, unhappy, wretched, ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ A.Ch.152; in lit. sense, ἃ πλείστους ἔκανεν Ἑλλάνων δορὶ παρὰ ποταμὸν ὀλομένους E.Or.1307; πύργων ὀλομένων (v.l. οὐλ.) Id.IT1109; τίς ἄρα μ' . . πατρίδος οὐλομένας ἀπολωτιεῖ ; Id.IA792 (in the two last passages Erfurdt conjectured ὀλλυμένων, ὀλλυμένας); Aeol. ὠλόμενος dub. sens. in Alc.Oxy.1788Fr.4.20.