παγκρατιαστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the παγκράτιον, ἡ π. τέχνη Pl.Euthd. 272a. Adv. -κῶς Poll.3.150, Sch.Pi.N.3.27. II skilled in the παγκράτιον, ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, παλαιστικός· ὁ δ' ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ' ἀμφοτέροις τούτοις, π. Arist.Rh.1361b26, cf. Gal. 6.158.