ἀνάπειρα
English (LSJ)
ἡ,
A trial, proof, πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1. II in pl., exercises, -ρας ποιῶν τοῖς πληρώμασι Plb.1.59.12. III ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός, Hsch.
ἡ,
A trial, proof, πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1. II in pl., exercises, -ρας ποιῶν τοῖς πληρώμασι Plb.1.59.12. III ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός, Hsch.