παλιμβάκχειος
English (LSJ)
ὁ,
A a reversed Βακχειος, Heph.3.2, Aristid.Quint. 1.22, Eust.1551.54:—hence Adj. πᾰλιμ-βακχειᾰκός, ή, όν, Heph.13.1.
ὁ,
A a reversed Βακχειος, Heph.3.2, Aristid.Quint. 1.22, Eust.1551.54:—hence Adj. πᾰλιμ-βακχειᾰκός, ή, όν, Heph.13.1.