παλιμπετής
English (LSJ)
ές, (πίπτω)
A falling back, Nonn.D.3.30; recurrent, Theol.Ar.57: in early writers only in neut. as Adv., back again, ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετές Il.16.395; ὡς . . ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται Od.5.27, cf. Call.Del.294, A.R.2.1250, etc.