ἁβρύνω
English (LSJ)
(ἁβρός)
A make delicate, treat delicately, μὴ γυναικὸς ἐν τρόποις ἐμὲ ἅβρυνε A Ag. 919: deck out, εἰς γάμον ἁβρῦναί τινα AP6.281 (Leon.):—Med. or Pass., live delicately; hence, wax wanton, give oneself airs, ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ πράσσων πλέον A.Ag.1205, cf. S.OC1339; ἐκαλλυνόμην τε καὶ ἡβρυνόμην ἄν Pl.Ap.20c: c. dat. rei, pride, plume oneself on a thing, οὐχ ἁβρύνομαι τῷδ' E.IA858; ἡβρύνετο τῷ βραδέως διαπράττειν X.Ages.9.2; οἷς ὁ τῶν γυναικῶν ἁβρύνεται βίος Clearch.9.