παραθήγω
English (LSJ)
A whet, sharpen upon, ἐγχειριδίου . . ἀκόνῃ . . παραθηγομένου Hermipp.46 (anap.). 2 metaph., exasperate, provoke, τὰς ὀργάς τινων (v.l. τισι) D.H.8.57; παρατέθηκται ἐξ ἐπιστολῆς Ph.2.575, cf. 543; τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν π. incite, Plu.2.1145f.