παραμεύομαι
English (LSJ)
Dor. form of παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων
A will surpass the beauty of others, Pi.N.11.13 : an Act. form παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι, Hsch.
Dor. form of παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων
A will surpass the beauty of others, Pi.N.11.13 : an Act. form παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι, Hsch.