παρατυγχάνω
English (LSJ)
pf. -τέτευχα and -τετύχηκα (v. infr.) : aor. παρέτῠχον: —
A happen to be near, be among, παρετύγχανε μαρναμένοισιν Il. 11.74 ; π. τῷ λόγῳ, τῷ πάθεϊ, to be present at... Hdt.7.236, 9.107; εἰς καιρόν γε παρατετύχηκεν ἡμῖν ἐν τοῖς λόγοις Πρόδικος Pl.Prt.340e; τῇ μάχῃ Plb.3.70.7; οἱ -τετυχηκότες τοῖς κινδύνοις Id.12.28A.5; but ὁ πλείστοις κινδύνοις -τετευχώς who had met with... Id.12.27.8 : with Preps., visit, εἰς κώμην POxy.76.11 (ii A. D.); ἐπὶ διάγνωσιν put in an appearance at... Mitteis Chr.89.18 (ii A. D.). 2 abs., happen to be present, Hdt. 1.59, 6.108 ; of things, offer, present itself, Hp.Art.38; παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Th.4.19; ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγή Id.8.11 ; λαβόντας ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον Pl.R.474a. 3 freq. in part. παρατυχών, whoever chanced to be by, i. e. the first comer, any chance person, οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος Th.1.22 ; σὺν τοῖς π. ἱππόταις X. Cyr.1.4.18 ; also τὸ παρατυγχάνον or παρατυχόν whatever turns up or chances, ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον αὐτῷ to do whatever circumstances required, Id.Eq.Mag.9.1 ; πρὸς τὸ παρατυγχάνον as circumstances required, Th.1.122; ἐν τῷ παρατυχόντι Id.5.38 ; ἀποκρίνασθαι ἐκ τοῦ παρατυχόντος answer offhand, Plu.2.154a : παρατυχόν, abs., it being in one's power, since it was in one's power to do, c. inf., Th.1.76; ἐν καλῷ π. σφίσι ξυμβαλεῖν Id.5.60.