Γαιήιος: -η, -ον, ὁ ἐκ τῆς γῆς ἀναπηδήσας, ἀναφυείς, Τιτυὸν Γαιήϊον υἱὸν Ὀδ. Η.324, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ.14.23.
υἱός: son of Earth, Od. 7.324† (cf. Od. 11.576).