ἐδᾰφ-δῐσαν,
A v. δείδω. ἔδεκτο, v. δέχομαι.
ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, ἴδε δείδω.
1ᵉ pl. pqp. épq. de δείδω.
see δείδω.