[Seite 717] ep., zu ἕννυμι.
ἕεστο: Ἐπ. γ΄ ἑν. παθ. ὑπερσ. τοῦ ἕννυμι.
3ᵉ sg. pqp. Moy. de ἕννυμι.
see ἕννῦμι.