A v. ὀλίγος.
[Seite 320] superl. zu ὀλίγος, w. m. s.
ὀλίγιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ ὀλίγος, (ἴδε ὀλίγος VI).
Sp. de ὀλίγος.
see ὀλίγος.