παροίχομαι
English (LSJ)
fut.-οιχήσομαι : pf. παρῴχηκα, Ion. παροίχωκα, and in later writers παρῴχημαι, Act.Ap.14.16, J.AJ8.12.3 ; also in X.An. 2.4.1, but with
A v.l. παροιχομένων :—to have passed by, παρῴχετο γηθόσυνος κῆρ. he passed on, went on his way, Il.4.272. 2 of Time, to be past παροίχωκεν (v.l. παρῴχηκεν) δὲ πλέων νύξ 10.252 ; ἡ παροιχομένη νύξ the by-gone night, Hdt.1.209,9.58 ; ὁ π. χρόνος Id.2.14 ; Ὀλύμπια παροιχώκεε Id.8.72 ; παροιχόμενοι ἀνέρες men of by-gone times, Pi.N. 6.29 (dub.l.); δεῖμα παροιχόμενον Id.I.8(7).12 ; τὰ παροιχόμενα κακά X.HG1.4.17; τὰ παροιχόμενα the past, IG12.90.15, Hdt.7.120, cf.X. An.2.4.1; also, the aforesaid, Hp.Fract.14 ; τοὔστρακον παροίχεται the danger of ostracism has gone by, Cratin.71. 3Gramm., ὁ παρῳχημένος [χρόνος] past tense, A.D.Adv.123.17, Plu.2.1081c ; παρῳχημέναι φωναί forms of past tenses, A.D.Synt.272.5. IIto be gone, dead, δείματι with fright, A.Supp.738 (lyr.) ; ὅσον παροίχῃ how art thou fallen, E.Med.995(lyr.). IIIc.gen., shrink from, νείκους τοῦδε A.Supp.452; later, neglect, τῶν πραγμάτων BGU288.2 (ii A.D.).