3pl. Ep. aor. 2 Pass. of πελάζω, Il.4.449, 8.63.
ἔπληντο: γ΄ πληθ. Ἐπικ. Παθ. ἀορ. τοῦ πελάζω, Ἰλ. Δ. 449, Θ. 63.
see πελάζω.