ἠπιόδωρος

Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ον,

   A soothing by gifts, bountiful, fond, μήτηρ Il.6.251; Κύπρις Stesich.26; Μοῦσαι Opp.H.4.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1174] milde Gaben gebend; μήτηρ Il. 6, 251, Schol. πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν; Κύπρις gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; Μοῦσαι Opp. H. 4, 7; Ἀσκληπιός Orph. H. 67, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπιόδωρος: -ον, ὁ διὰ δώρων καταπραΰνων, μήτηρ, («πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν» Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 251· Κύπρις Στησίχ. 17· Μοῦσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doux présents.
Étymologie: ἤπιος, δῶρον.

English (Autenrieth)

kindly giving, bountiful, Il. 6.251†.