τοσσόσδε, Ep. for τόσος, τοσόσδε.
τόσσος: τοσσόσδε, Ἐπικ. ἀντὶ τόσος, τοσόσδε.
η, ον :poét. c. τόσος.
see τόσος, τοσοῦτος.