η, ον, Sup. of καλός;
A v. καλός B.
[Seite 1311] superl. zu καλός, w. m. s.
κάλλιστος: -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ καλός· ἴδε καλός Β.
η, ον :Sp. de καλός.
see κᾶλός.