ὄρεσφιν, Ep. gen. and dat. sg. and pl. of ὄρος.
ὄρεσφι: -φιν, Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτικ. ἑνικ. καὶ πληθυν. τοῦ ὄρος, τό.
dat. pl. épq. de ὄρος.
see ὄρος.