πενθέω
English (LSJ)
Ep. 3dual
A πενθείετον Il.23.283 ; Ep. inf. πενθήμεναι Od.18.174, 19.120 : fut. -ήσω A.Fr.207 : aor. ἐπένθησα Id.Ch. 173, Aeschin. 3.211 : pf. πεπένθηκα Luc.Demon.25, (συμ-) D.60.33 : (πένθος) :— bewail, lament, esp. for persons, νέκυν πενθῆσαι Il.19.225, cf. Trag.Adesp.331 ; πενθέειν τινα ὡς τεθνεῶτα Hdt.4.95 ; π. γόοις A.Pers.545 (anap.) ; π. τινὰς δημοσίᾳ Lys. 2.66 ; π. τινὰ τριχί A.Ch.173 ; ἐπί τινι π. καὶ κείρασθαι Aeschin.3.211 : abs., mourn, go into mourning, Pl. Phdr.258b, etc.: c. acc. cogn., πενθεῖ νέον οἶκτον A.Supp.64 :—Pass., to be mourned for, Isoc.10.27 ; πένθος ἀμφί τινι πενθεῖται Arr. Tact.33.4. 2 of things, π. κακά S.OT1320, Lys.2.2 ; πήματα S.OC739; τύχας E.Med.268.