πενθικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for mourning, mournful, ὀδυρμοί Plu.2.102b ; θέα Porph.Abst.2.50 ; ἐσθής Chor.p.6B.; ἐν πενθικοῖς (sc. ἐσθήμασι) LXX Ex.33.4. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be in mourning for a person, X.Cyr.5.2.7 ; πάνυ π. ἐσκευασμένη Luc.Cal.5, cf. Plu.2.1 13d (v.l. -ητικῶς).