Ὀρφεύς

Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

English (LSJ)

έως, ὁ, Dor. Ὄρφης Ibyc.10A, Ὀρφήν Hdn.Gr.1.14:—

   A Orpheus, Pi.P.4.177, Pl.R.364e, etc.:—Adj. Ὀρφεῖος, α, ον, E.Alc. 969(lyr.), Pl.Lg.829e; or Ὀρφικός, ή, όν, Hdt.2.81 ; ἐν τοῖς Ὀ. ἔπεσι καλουμένοις Arist.de An.410b28.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Orphée, chantre célèbre de Thrace.
Étymologie: DELG pê de ὀρφανός, ou nom myth. préhellénique.

English (Slater)

Ὀρφεύς
   1 son of Oiagros, singer and Argonaut. ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς (P. 4.177) υἱὸν Οἰάγρου δὲ Ὀρφέα χρυσάορα Θρ. 3. 12.