Συρακόσιος

Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

French (Bailly abrégé)

α, ον :
dor. et anc. att.
de Syracuse ; ἡ Συρακοσία le territoire de Syracuse.
Étymologie: Συράκουσαι.

English (Slater)

Σῠρᾱκόσιος
   1 Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)