Φίντις
Greek (Liddell-Scott)
Φίντις: ὁ, παρὰ Πινδ. ὡς κύριον ὄνομα, Σικελικ. ἀντὶ Φίλτις, ὡς τὰ Φιντίας, Φιντύλος, κτλ., Böckh. Expl. 156· κατ’ ἄλλους Δωρ. ἀντὶ φίλος.
English (Slater)
Φίντῐς charioteer of Hagesias.
1 ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον (O. 6.22)