μαλθακόφωνος
English (LSJ)
ον,
A soft-voiced, ἀοιδά Pi.I.2.8.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκόφωνος: -ον, ὁ μετὰ μαλακῆς φωνῆς, ἀοιδὴ Πινδ. Ι. 2. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλθακός, φωνή.
English (Slater)
μαλθᾰκόφωνος, -ον
1 soft voiced μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8)
English (Slater)
μαλθᾰκόφωνος, -ον
1 soft voiced μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8)