ὁπλότατος

Revision as of 12:35, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus jeune, litt. le mieux armé par les bras, les mains, à cause de la vigueur de la jeunesse.
Étymologie: ὅπλον.

English (Slater)

ὁπλότατος
   1 youngest παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα (I. 6.6) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται (I. 8.18)

English (Slater)

ὁπλότατος
   1 youngest παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα (I. 6.6) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται (I. 8.18)