πλάξιππος

Revision as of 12:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

   A v. πλήξιππος. πλαριᾶν· μίγνυσθαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 625] dor. statt πλήξιππ ος, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πλάξιππος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πλήξιππος, Πίνδ.

English (Slater)

πλάξιππος, -ον
   1 chariot driving πλάξιππον Θήβαν (O. 6.85) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) cf. (Pae. 1.7)

English (Slater)

πλάξιππος, -ον
   1 chariot driving πλάξιππον Θήβαν (O. 6.85) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) cf. (Pae. 1.7)