ποικιλόγαρυς
French (Bailly abrégé)
dor. c. ποικιλόγηρυς.
English (Slater)
ποικῐλόγᾱρυς
1 with varied tones φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν (O. 3.8)
English (Slater)
ποικῐλόγᾱρυς
1 with varied tones φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν (O. 3.8)
dor. c. ποικιλόγηρυς.
ποικῐλόγᾱρυς
1 with varied tones φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν (O. 3.8)
ποικῐλόγᾱρυς
1 with varied tones φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν (O. 3.8)