Φρύγιος

Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Phrygie, phrygien.
Étymologie: Φρύξ.

English (Slater)

Φρῠγιος
   1 Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347.

English (Slater)

Φρῠγιος
   1 Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347.