Dor. for πηγή.
[Seite 435] ἡ, dor. = πηγή.
πᾱγά: Δωρικ. ἀντὶ πηγή, Στησίχ. 6, 2, Πίνδ., Θεόκρ., Τραγ.
dor. c. πηγή.