τριετηρίς

Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

(sc. ἑορτή), ίδος, ἡ,

   A triennial festival, i. e. celebrated every third year (inclusively), = in alternate years, Pi.N.6.40, IG22.1672.258,262, OGI51.27 (Egypt, iii B. C.), 299.17, 331.8 (both Pergam., ii B. C.), IG12(1).730.15 (Camirus, ii/i B. C.): pl., Hdt.4.108, E.Ba.133 (lyr.), Pl.Lg.834e; in full, τ. θυσίαι D.S.4.3; τ. ἑορταί Artem.4.39.    2 (sc. περίοδος) cycle or period of three (two) years, h.Hom.1.11, Arist.Pol.1308b1, IG12(1).155.50 (Rhodes, ii B. C.), PGrenf.2.69.22 (iii A. D.): so τ. ὧραι Orph.H.54.3.    3 γυναῖκες τ. celebrating the triennial festival, Opp.C.4.235.

Greek (Liddell-Scott)

τριετηρίς: (ἐξυπ. ἑορτή), ίδος, ἡ, κατὰ τριετίαν τελουμένη ἑορτή, μάλιστα τοῦ Διονύσου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ποσειδῶνος, τῆς Ἥρας καὶ ἄλλων θεοτήτων, ἐν τῷ ἑνικῷ, Πινδ. Ν. 6. 69· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 108, Εὐρ. Βάκχ. 133, Πλάτ. Νόμ. 834Ε. 2) (ἐξυπακουομένου τοῦ περίοδος), κύκλοςπερίοδος τριῶν ἐτῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 10· - οὕτω, τ. ὧραι Ὀρφ. Ὕμν. 53. 3· τ. θυσίαι Διόδ. 4. 3. 3) γυναῖκες τ., ἑορτάζουσαι τὴν τριετηρίδα, Ὀππ. Κυνηγ. 4. 235· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἐπιφάνιος ἔχει τριετηρῖτις, ἡ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
triennal ; ἡ τριετηρίς (ἑορτή) fête triennale.
Étymologie: τριετής.