περιβαίνω
English (LSJ)
fut. -βήσομαι: aor. περιέβην, Ep. περίβην (v. infr.) :—
A go round, esp. of one defending a fallen comrade, bestride him, ἀλλὰ θέων περίβη καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψε Il.8.331, 13.420, cf. Plu.Nic.13; π. τὰ πίπτοντα σώματα D.S.17.25 : c. gen., περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο Il.5.21; περὶ τρόπιος βεβαῶτα Od.5.130: and c. dat., Πατρόκλῳ περιβάς Il.17.80, cf. 313; ὡς δὲ κύων . . περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα Od.20.14, cf. Ar.Eq.1039. 2 bestride, as a rider does a horse, ἵππον Plu. Pyrrh.11, 2.213e; ἐς ἵππον Malch.p.394 D.; οἱ περιβεβηκότες those mounted on the elephants, D.S.17.88; of the male camel, Arist.HA 540a14; περὶ τὴν ψωλὴν π. Ar.Lys.979 (anap.). II of sound, come round one's ears, τινι S.Ant.1209. III Aeol., pass by or beyond, in Pass., περβέβαται χρόνος Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 17 (p.38 Lobel).