[Seite 698] Erkl. des Vorigen, Dion. Hal.
ἐᾰρίδροπος, -ον 1 plucked in spring ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν (-δρέπτων, -δρέπων vv. ll) fr. 75. 6.