ἀκαμαντομάχας
English (LSJ)
α, ὁ,
A unwearied in fight, Id.P.4.171.
English (Slater)
ᾰκᾰμαντομᾰχας
1 never weary of battle Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς ἀκαμαντομάχαι (P. 4.171) frag. ἀ]καμαν[τ]ομαχα[ (supp. Lobel.) Πα. 22f. 6.
English (Slater)
ᾰκᾰμαντομᾰχας
1 never weary of battle Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς ἀκαμαντομάχαι (P. 4.171) frag. ἀ]καμαν[τ]ομαχα[ (supp. Lobel.) Πα. 22f. 6.