περικίων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A surrounded with pillars, θάλαμοι E.Fr.369.5 (lyr.) ; περικίονας ναούς (Elmsl. for ναοῦ or ναῶν) Id.IT405 (lyr.).
ον, gen. ονος,
A surrounded with pillars, θάλαμοι E.Fr.369.5 (lyr.) ; περικίονας ναούς (Elmsl. for ναοῦ or ναῶν) Id.IT405 (lyr.).