ἀφροσύνα
English (Slater)
ᾰφροςῠνα
1 folly τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας ἀφροσύνας παραλύει (Π, e Σ Bowra: ἀφροσυνᾶν e Σ Mommsen: δυσφρονᾶν Snell: παραλύει δυσφρονᾶν Dindorf: δυσφροσύναν, -συνᾶν codd: αφροσυν[ Π.) (O. 2.52)
English (Slater)
ᾰφροςῠνα
1 folly τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας ἀφροσύνας παραλύει (Π, e Σ Bowra: ἀφροσυνᾶν e Σ Mommsen: δυσφρονᾶν Snell: παραλύει δυσφρονᾶν Dindorf: δυσφροσύναν, -συνᾶν codd: αφροσυν[ Π.) (O. 2.52)