βαρύκομπος
English (LSJ)
ον,
A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.
English (Slater)
βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)
English (Slater)
βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)
ον,
A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.
βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)
βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)