ον,
A winning honour, Pi.P.2.43.
[Seite 485] Ehre davontragend, Pind. P. 2, 43.
γερασφόρος: -ον, κτώμενος, λαμβάνων γέρας, τιμήν, Πίνδ. ΙΙ. 2. 81.