ἀκαμαντοχάρμας
English (LSJ)
α, ὁ,
A unwearied in fight, Pi.Fr.184, in voc. ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντοχάρμας: α, ὁ, ἀκάματος ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.).