περιπαθής
English (LSJ)
ές,
A deeply moved, τῇ συμφορᾷ Plb.1.81.1 ; ἔρωτι Plu.Art.27 ; χαρᾷ καὶ δέει J.AJ15.2.7 ; π. τοῖς ὄψοις eager for... Phan.Hist.13 ; π. ταῖς ψυχαῖς in spirit, Plb.4.54.3 : abs., Plu.Cim.8. 2 passionate, ῥήτορες Longin.8.3 ; σὺν οἰμωγῇ π. Luc.Hist.Conscr.26 : Comp., ἑταίρα τῶν ἐν τοῖς μίμοις -εστέρα Ael.Fr.123: Sup., ὅρκος -έστατος Sch.Par.A.R.2.257. Adv. -θῶς LXX 4 Ma.8.2, Luc.Tim.46; ἐπιδραμεῖν Ael.NA9.8: Comp.-έστερον, λέγειν Plu.2.456a. 3 pathetic, heartrending, D.C.40.41; λόγος Id.76.9 (Sup.).