περιπετάννυμι
English (LSJ)
also περιπεταννύω, X.Oec.19.18: pf. Pass. -πέπτᾰμαι :—
A spread or stretch around, Χέρα [τινί] E.Hel.628 (lyr.); κατάδεσμον π. ἥβης spread bathing-drawers over... Theopomp.Com.37 (s. v.l.) ; [ὀθόνιον] τῷ ἀγγείῳ Dsc.5.75 ; π. φοινικίδας spread them out, Aeschin.3.76; ἄμπελος . . π. τὰ οἴναρα X.l.c.:—Pass., φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν covered with... D.S.31.8 ; ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος is spread over it, Theoc.1.55, cf.A.R.1.1036 (tm.).